- ακανθολόγος
- -ον (Μ ἀκανθολόγος)1. αυτός που μαζεύει αγκάθια2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -λόγος < λέγω «συλλέγω».ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκανθολόγοι — ἀκανθολόγος gathering thorns masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθολόγων — ἀκανθολόγος gathering thorns masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
ακανθολογία — η (Α ἀκανθολογία) [ἀκανθολόγος] συλλογή, μάζεμα τών αγκαθιών κάποιου φυτού νεοελλ. μτφ. 1. καταγραφή των λαθών που παρουσιάζει ένα γραπτό 2. μικρολογία, απασχόληση με ασήμαντα και περιττά … Dictionary of Greek
ακανθολογώ — ( έω) [ακανθολόγος] 1. μαζεύω αγκάθια 2. αναζητώ και καταγράφω γλωσσικά σφάλματα … Dictionary of Greek